Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰκοσινήριτος Χ

См. также в других словарях:

  • εἰκοσινήριτον — εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem acc sg εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινηρίτου — εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινήριτα — εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσινήριτ' — εἰκοσινήριτα , εἰκοσινήριτος twentyfold neut nom/voc/acc pl εἰκοσινήριτε , εἰκοσινήριτος twentyfold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»